βγάλσιμο — το η εξαγωγή, η αφαίρεση, η απόσπαση: Το βγάλσιμο του δοντιού του πόνεσε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκβολή — η (AM ἐκβολή) 1. το να εκβάλλεται κάτι, να βγαίνει από τη θέση του, εξαγωγή, βγάλσιμο («εκβολή ριζών») 2. το μέρος όπου ο ποταμός χύνεται στη θάλασσα νεοελλ. (ως ναυτικός όρος) είδος αβαρίας αρχ. μσν. 1. εκδίωξη, εξορία 2. φρ. «ἐκβολὴ ἄρθρου»… … Dictionary of Greek
εκταφή — η 1. το βγάλσιμο πτώματος από τον τάφο για νεκροψία, το ξεθάψιμο. 2. το βγάλσιμο των κοκάλων από τον τάφο. 3. μτφ., το ξεχώνιασμα πράγματος κρυμμένου κάπου, το ξέχωσμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εξαγωγή — η 1. αφαίρεση, βγάλσιμο. 2. η αποστολή ή μεταφορά προϊόντων ή εμπορευμάτων στο εξωτερικό: Αυξήθηκαν οι εξαγωγές δημητριακών στην Ευρώπη. 3. το σύνολο των εμπορευμάτων που εξάγονται στο εξωτερικό ή το εξαγωγικό εμπόριο. 4. βγάλσιμο δοντιού, βίαιη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
έβγαλμα — το (Μ ἔβγαλμα και ἔβγαλμαν) βγάλσιμο, έξοδος … Dictionary of Greek
ανάρυσις — ἀνάρυσις, η (Α) [αναρύτω] η άντληση, το βγάλσιμο νερού … Dictionary of Greek
ανακομιδή — η (Α ἀνακομιδή) [ἀνακομίζω] επαναφορά, επάνοδος, επιστροφή, μεταφορά νεοελλ. εκταφή και μεταφορά τών οστών νεκρού σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. 1. ανάληψη, ανάκτηση 2. ανάρρωση από ασθένεια 3. απόσπαση, βγάλσιμο … Dictionary of Greek
βγάλμα — και βγάρμα, το (Μ βγάλμα και ἔβγαλμα[ν]) 1. εξόρυξη, εξαγωγή κάποιου πράγματος 2. έξοδος, το να βγαίνει, να φεύγει κάποιος από κάπου 3. έξοδος, το μέρος από όπου βγαίνει κάποιος ή κάτι 4. ό,τι προέρχεται από κάπου 5. δημιούργημα πνευματικό νεοελλ … Dictionary of Greek
διάστρεμμα — το (AM διάστρεμμα) [διαστρέφω] βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῑσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι») μσν. διαφωνία || αρχ. μσν. διαστρεβλωμένο πρόβλημα ή ζήτημα («ἐν πᾱσι τοῑς λοιποῑς τῶν ἐναντίων πρὸς… … Dictionary of Greek
διαστροφή — η (AM διαστροφή) 1. εκτροπή μέλους τού ανθρώπινου σώματος (οστού, μυός, τένοντος κ.λπ.) από τη φυσιολογική θέση, εξάρθρωση, βγάλσιμο 2. στράβωμα, παραμόρφωση 3. (με ηθική έννοια) μεταβολή προς το χειρότερο, εξαθλίωση, διαφθορά 4. παραμόρφωση,… … Dictionary of Greek